- οργανώνομαι
- οργανώνομαι, οργανώθηκα, οργανωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
οργανώνω — (Α ὀργανῶ, όω) [όργανον] εφοδιάζω με τα αναγκαία μέσα και όργανα, δίνω οργάνωση σε κάτι νεοελλ. 1. συστηματοποιώ τα μέρη ενός συνόλου ώστε να λειτουργεί κανονικά και αρμονικά 2; προετοιμάζω βάσει σχεδίου και ολοκληρώνω έργο, εκδήλωση ή επιχείρηση … Dictionary of Greek
οργανώνω — οργάνωσα, οργανώθηκα, οργανωμένος 1. τακτοποιώ τα μέρη ενός συστήματος, ώστε τούτο να λειτουργεί κανονικά: Προσπαθώ να οργανώσω την επιχείρηση, την υπηρεσία, το στρατό. 2. μέσ., οργανώνομαι εντάσσομαι σε ομάδα ή οργάνωση: Πολλοί νέοι σήμερα είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)